Πέμπτη 31 Μαρτίου 2011

Στο μπουκάλι

Μια θάλασσα κλεισμένη σε μπουκάλι
Κι ο ριγμένος μέσα της φελλός, καράβι
Στο γυαλί απάνω στέκουν οι σταγόνες
Όσες κι οι βροχές μέσα στους αιώνες

Και φυσά απ' έξω το αγέρι
Δυνατά, δυνατά, για να φέρει
Κίνηση, ήλιο ή ένα χέρι
Στο μπουκάλι, μέσα δεν χωρά
Η λευτεριά απ' έξω τριγυρνά
Και φυσά, φυσά θαρρείς, αγέρι

Μια θάλασσα γεμίζει το μπουκάλι
Δίχως βότσαλα, κοχύλια, δίχως ψάρι
Στρογγυλό γυαλί, φελλός κι ισορροπία
Πόσες σταγόνες φέρνουν υγρασία

Και φυσά απ' έξω το αγέρι
Δυνατά, δυνατά, μήπως φέρει
Κίνηση, ήλιο ή ένα χέρι
Στο μπουκάλι μέσα δεν χωρά
Η λευτεριά απ' έξω τριγυρνά
Και φυσά, φυσά θαρρείς, αγέρι


06/07/2006

Βρώμικος Αύγουστος…

Στο ιλαρό πρόσωπο
ενός βρώμικου Αυγούστου,
ήρθε αυτή…

Λες και ταίριαζε μαζί του,
στην απόχρωση, στην θέρμη…
Έπειτα, γέννησε.

Κι έκανε πολλά
παιδιά με μία γέννα,
που τους έμοιαζαν
όλα…

Όλα είχαν
κάτι από Αύγουστο,
κάτι από εκείνην
κάτι από το βρώμικο,
κάτι από το άδειο,
μα επικρατούσα είχαν
την έκφραση, του ιλαρού…


01/10/2006

Στις ονειρεμένες αστρικές δημιουργίες

Στις ονειρεμένες αστρικές δημιουργίες
στου ασυνείδητου ενστίκτου τη μνήμη
γράμματα θαρρείς πως σέρνονται,
πίσω από τις λέξεις…
τα νοήματα, υπερκορεσμός του μέλλοντος.
Μ’ ένα μολύβι μαύρο χαράζεις σπείρες
σπείρες άρρυθμες, άτακτες, απειλητικές…
συρματοπλέγματα θαρρείς ηλεκτροφόρα
το στρατόπεδο φυλούν της θάλασσας…
κι εσύ; τί κάνεις εσύ;
Χέρια που άγνωστες φορούν εκφράσεις
τάχα ν’ απλώνονται, να πέφτουν, να γελούν
ή μήπως σφίγγουν τα μάτια στις παλάμες…
κάπως, να πάψουν να βλέπουν τις υφές,
τα νήματα, που τόσο άκομψα, δημόσια
αφένονται και ερωτοτροπούν…
Ω, άγιο χέρι ξένο, που δεσμούς επιβάλλεις
κι ω, άγια επιλογής απόγνωση,
στη θάλασσα μόνιμα ή στην ξηρά για πάντα,
τον σαρκασμό, ακόμη δεν τον έμαθες,
πως οι σπείρες ορισμένος είναι τόπος σου
‘κει μέσα ζεις και ανασαίνεις ξηρά κι αφρό•
στις ονειρεμένες αστρικές δημιουργίες
στου ασυνείδητου ενστίκτου τη μνήμη
γράμματα καθώς θωρείς να σέρνονται,
πίσω από τις λέξεις…
…τα νοήματα, σ’ ένα του μέλλοντος, ίζημα.


03/10/2006

Απεκδύσεις

Άρχισαν οι πόλεις ν’ απεκδύονται τα τείχη τους
κι έκθετοι οι θρύλοι πια, θρύλοι έπαψαν να είναι.
Φαντάσματα γενήκανε οπού στοιχειώνουν τις σκιές
στις ακατοίκητες γωνίες, των άωρων ωρών και των
ψιθύρων των σιωπών. Οι πόλεις απεκδύθηκαν…

Άρχισαν κι οι οίκοι ν’ απεκδύονται...
Άλλοι τους φρεσκοβαμμένους
με περισσή φροντίδα, τοίχους τους
κι άλλοι τις καγκελόπορτες
τις φωτισμένες με γλόμπους
ολόγυμνα έκθετους…

και ω! τί θαύμα!

…σε οίκους και «Οίκους» πόσο ίδιο μοιάζει
το από μέσα τους νοικοκυριό,
με δίχως χρώματα όταν κοιτάς τις βαριές κουρτίνες,
τους μαρμάρινους νεροχύτες
και τους καναπέδες από παχύ βελούδο....
«Οίκοι» και οίκοι απεκδύθηκαν…

Άρχισαν και οι άνθρωποι να απεκδύονται… τα ρούχα,
τα φκιασίδια, τις ρυτίδες και τα κάλλη τους. Κι αναδύθηκε
ξανά ο θρύλος και το θαύμα, καθώς το θέαμα δεν είχε
έκθετα κορμιά, κόκαλα ή σάρκα… μόνο το φώς,
θανόντων θρύλων. Κι αλλού, το σκότος… οίκων δίχως ασβέστη
ή –πρόστυχου- φανού υποσχέσεις.
Σαν οι άνθρωποι απεκδύθηκαν…


02-09-2007

Τετάρτη 30 Μαρτίου 2011

Ένας Χιώτης στην Πόλη

αφιερωμένο σε μια αγαπημένη, "καφέ αρκούδα"...

Μες της Πόλης τα στενά
θα ‘ρθω και θα κάνω σαματά
ομορφιά μελαχρινή μου
Με λαγούτο και τουμπί
στου σπιτιού σου τη μικρή αυλή
θα ‘ρθω να σε δω χρυσή μου

Άσπρη βράκα θα φορώ
κόκκινο σκουφί για να σταθώ
στο μικρό σου παραθύρι
Και τραγούδι θα σου πω
σούμα μία σίκλα σαν θα πιω
στης καρδιάς μου το ποτήρι


Του έρωτα τον αμανέ
στο ναργιλέ θα μαρτυρήσω
Και αν μου αρνηθείς το ναι
θα πιω καφέ και θα δακρύσω
Το ένα δάκρυ μου για ‘σε
το άλλο π’ άλλο δεν θα ζήσω
Μαστίχες δύο με ευχές
μπεγλέρι θα σου τις δωρίσω


Μια Πολίτισσα κυρά
φθάνει να γυρνάω στα στενά
με τη γεύση της μαστίχας
Η τσαμπούνα μου γλυκά
κλαίει στου Βοσπόρου τα νερά
με την αίσθηση της ψύχρας

Της καρδιάς μου ο ντρουβάς
τρύπησε αρχοντικός οντάς
κ’ έχει πλέον κατσιρδίσει
Έλα σώσε με κυρά
που ‘χεις μάτια αμυγδαλωτά
όλ’ η Πόλη πριν ξυπνήσει




26/06/2007

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
Στη Χίο:

Άσπρη βράκα, κόκκινο σκουφί και ζωνάρι είναι η παραδοσιακή (η καλή) φορεσιά του άντρα Χιώτη...
  • τουμπί=νταούλι
  • σούμα=παραδοσιακό ποτό που φτιάχνεται από απόσταγμα σταφυλιού ή σύκων
  • σίκλα= σιγκλί= γουβάς= δοχείο που μεταφέρεις το νερό
  • τσαμπούνα= αντίστοιχο με τη γκάιντα
  • ντρουβάς= βαθύ σακί, συνήθως χρησιμεύει ως ταΐστρα (ή και γυλιός)
  • έχω κατσιρδίσει= έχω σαλέψει/τρελαθεί/παραληρώ και δεν ξέρω πως γελοιοποιούμαι

Άτιτλο

Κλείσανε οι ώρες με φωτιές,
σκιές που ‘πεσαν στο γκρεμό.
Οι νύχτες, έλαμψαν σα μέρες
και ζήσανε καλά, ασκώντας φονικό.

Έπειτα, γυαλίσαν αστραπές
στην άκρη ενός νου, χωρίς φωνή.
Σκίστηκε ο ουρανός απ’ άκρη σ’ άκρη,
με μια σιωπή σπαρακτική.


Κάτω απ’ το σκισμένο ρούχο,
ένα στέρνο από πυλό.
Ο άνθρωπος θρηνεί το δούλο
κι εγώ αρχίζω όσα δεν μπορώ.


Στείρωσαν τον ήχο χρόνια,
θρόνοι βιαστικοί, περαστικοί.
Κάποτε ξυπνήσαν τ’ αντιγόνα,
κατέδωσαν μία ντροπή εκφραστική.

Κλείσανε οι μέρες με σιωπές
ανέκφραστες, πολύ δαπανηρές.
Γέλασαν τα χνώτα στις φυγές,
και ζήσανε καλά, μαζί με τις ριπές.



23/08/2007

Λένε...

Λένε, πως δεν έχω αίμα
Κι από κόλασης, σπίθα μα και ψέμα
Ότι έχω γεννηθεί
Λένε, πως δεν έχω οίκτο
Κι απ' τα όνειρα, πως κλέβω ξύπνιο
Όπου ζώσα, θωρώ ψυχή

Στις φλέβες μου, φαρμάκι
Δηλητήριο, στα εντόσθιά μου, τριγυρνά
Τα χέρια μου, δαγκάνες
Το θύμα μου, με φόβο να κοιτά
Το διάφανο κορμί μου
Η φύση, το αφομοιώνει, ξεγελά
Και από την ουρά μου
Ο θάνατος, απλόχερα κυλά

Λένε, πως δεν έχω θάρρος
Από συναίσθημα, πως είμαι άδειος
Πληγώνω, πριν να πληγωθώ
Λένε, πως δεν έχω σέβας
Κι από καρδιά, κενό 'μαι, τέρας
Μ' εκδίκηση, πως λειτουργώ

Στις φλέβες μου, φαρμάκι
Μοναξιά, ό,τι τη ζωή μου, ακουμπά
Τα χέρια μου, δαγκάνες
Αγάπησα και πώς θα δώσω χάδια, τρυφερά
Το διάφανο κορμί μου
Στο βάρος μίας σόλας, εύκολα, πώς σπαρταρά
Και από την ουρά μου
Γεννιέται ο πόνος, που με τυραγνά

Σκορπιό, με τρόμο, με φωνάζουν
Μα ο τρόμος, πιότερο, δικός μου
Όπου κοιτάζω, με λαχτάρα
Βλέπω αντίκρυ μου, μονάχα,
Ερημιά...

18/12/2004

Δευτέρα 28 Μαρτίου 2011

~~~~~~~~~~

Χρυσά τα κύματα
στα ρόδινα νερά
καΐκι ψάθινο
κι η τέντα γαλανή του
Λευκά τα σύννεφα
τριγύρω ξαστεριά
στερέωμα αδιάφορο
η θάλασσα δική του

Ύλη ανθρώπινη
ψυχή, κορμί, καρδιά
μικρό παιδί γερό
γυρεύει σύμμαχό του
Φύση επώδυνη
που ψάχνει γιατρειά
στ' απόλυτα μικρό
θα βρει το φάρμακό του

Εικόνα γυάλινη
με χρώματα ζεστά
χαμένη άγνωστη
ψυχρή 'ναι η αφή της
Ηχώ καλάθινη
τα άλμπατρος λυτά
πατρίδα άνομη
ψυχρή και η σιωπή της


10/11/05

Κυριακή 27 Μαρτίου 2011

ο Γρέγος

ο Γρέγος ξέπλεκα, δεν μπέρδεψε μαλλιά
και μήδε γύρεψε την γιατρειά
σε μισεμένο τόπο
Ποτέ στα κύματα ή στα ψηλά βουνά
δε μίλησε για μιαν αγκαλιά
μα να βουρλίσει μόνο

Σ’ ένα χαράκι στάθηκε ο λυτρωμός
ίσα για ν’ αντηχήσει ο αχός
κι έτσι απλά να σβήσει
Στου βράχου όταν πέφτει πάνω, το αδρό
ψυχή, πληγή κι αρχαίο ριζικό,
κανείς δεν θα μιλήσει

ο Γρέγος, ξέπλεκα δεν έμπλεξε μαλλιά
και μήδε γύρεψε και τα πολλά
μονάχα να καθίσει
Και του δοθήκαν μύρια τόσα στατικά
τ’ απόκρημνα του κόσμου τα γκρεμνά
και ψύχος να φυσήξει

σιγά σαν τραγουδήσει…


16/11/2006

Το παραμύθι τούτο


Το παραμύθι τούτο αρχινά
με σκαλιστή κουβέρτα
που ‘χε στην πλώρη τη χαρά
τη θλίψη είχε για δέστρα.
Είχε μια θάλασσα φωτιά
και κύματα από λήθη
κι όπως φυσούσε ο βοριάς
κι όπως φυσούσε ο χρόνος,
οι φλόγες ‘πεφταν στο σκαρί
και το βρέχε ο πόνος

Κόκκινη βάφτηκ’ η χαρά
στεγνή η θλίψη μένει
κι η άγια τούτη πυρκαγιά
το ά-μοιρο παιδεύει.
Μ’ ένα κύμα νεκρικό
εις τα ψηλά ανεβαίνει
κι ύστερα πάλι στο υγρό
πέφτει, θαλασσοδέρνει

Σκαμπανεβάσματα πολλά
έχει τούτη η ιστορία
κι ας λείπουνε απ’ τα στοιχεία
όλα τους τα στοιχεία.
Ζωή δεν είχε ο θολερός
ετούτος ο αγώνας,
ούτε ‘νας ήρωας θνητός
δεν βρέθηκ’ ελαιώνας.
Μόνο βρεθήκαν πυρκαγιές
σανίδια, φλόγες, στάχτες
δυο-τρεις σταγόνες, αιχμηρές
και άλλες, "αυταπάτες"...




08/12/2006

...δες το άτι του βυθού


Μόνο για τα κύματα μπορώ να πω
για το μπλε εκείνο, της θαλάσσης,
για την αυγινή δροσιά του πρωινού
μες το χάραμα της πλάσης…

…δες το άτι του αφρού
τα ηνία είν’ η καρδιά του
υδατογραφία η ματιά του
μια ακουαρέλα πρωινού
είναι η ανασαιμιά του…

Μόνο για τα κύματα μπορώ να πω
για το σκούρο χρώμα τ’ ουρανού τους
για την άσπρη άμμο πάνω που πατούν
και το θόλωμα του νου τους…

…δες το άτι του βυθού
άρμα σέρνει απ’ τα μαλλιά του
άσπρο έχει για κληρονομιά του
κάτω απ’ του διάφανου νερού
τα σκοτάδια, η χαρά του…

Μόνο για τα κύματα μπορώ να πω…




28/01/2007

Άνω Πατήσια

Άνω Πατήσια κι Αγιά Βαρβάρα
Καρέλια μπλε και ντουμάνι το δυάρι
Ο παπαγάλος μέσα στο κλουβί
Και η Μοναξιά με την Τι-Βι μιλάει

Βρώμικα τζάμια
Μικρή κουζίνα
Γκρι κι η Αθήνα
Σαν τα ντουλάπια
Σαν το μπαλκόνι
Γεμάτοι δρόμοι
Μα λείπεις, εσύ...

Πόσο αδιάφορα που είναι τα γιατί
Μόνος σου όταν μένεις, σ’ ένα σπίτι, γκρι

Άνω Πατήσια, ρολά πατζούρια
Το παραμύθι από τις γρίλιες μπαίνει
Θυμάμαι τη σφιχτή σου αγκαλιά
Τον Ψαρούλη, που με θάλασσες παλεύει

Γκρι μεσημέρια
Μικρό ντιβάνι
Μα το ταβάνι
Θάλασσα πλέρια
Στο παραμύθι
Ψαράς και δίχτυ
Δεν ήσουν, εσύ…

Πόσο αδιάφορα που είναι τα γιατί
Μόνος σου όταν μένεις, σ’ ένα σπίτι, γκρι



29-08-06

Μου είπε πάλι η καφετζού

Μου ‘πε πάλι η καφετζού
κι απόψε το λευκό φλιτζάνι
στο χείλος είδε το φουστάνι
που μου ‘χες δώσει το ακαζού
και στον πυθμένα του, λιμάνι…

Το είδε λέει να γυρνάει,
το φόρεμά μου το ακαζού,
στους δρόμους κάποιου λιμανιού
για την Αγάπη να ρωτάει
που 'χε τα μάτια του αετού
τα μπράτσα, μου είπε, στεριανού
που θάλασσα δεν τον σχολνάει
δεν είδε λέει να γυρνάει…

Μου είπε πάλι η καφετζού
πως στα τοιχώματα ξεβάφει
το αρχικό μου και εχάθη
απ’ την καρίνα καραβιού
με καπετάνιο που δεν θα ‘ρθει…

Μου είπε, είδε η καφετζού
το αρχικό μου να ξεβάφει…



17/04/07

Θες για παραμύθια να σου πω


Τι να σου πω και τι να σου ιστορήσω
που μας πήρε η λύπη απ’ το χέρι
χαράματα, για το ετήσιο κυνήγι
της πέρδικας και του λαγού,
στα δάση... εκείνου του παραμυθιού
οπού απόφαση δεν το ‘παιρνε
μια νύχτα όμορφη να ‘ρθει,
να μας ξυπνήσει…

Ήταν θυμάμαι η χαρά,
κατόπι μας σε άσπρο επάνω άτι…
και τ’ αλυχτίσματα αφουγκραζόταν
από τσούρμο καλλίσωμων σκυλιών…
Δίχως χάρτη, απλά ποθούσε
στο κυνήγι να μας έβρει…
από τα βόλια χτυπημένους,
ή των σκυλιών τα δόντια μαγκωμένους
Τρόπαιο της νίκης να μας φέρει
στης ουτοπίας πίσω, το υποστατικό…

Βαλσαμωμένοι κι άσωμοι, σε άσπρο φόντο…
Το τίμημα θαρρείς πως ήταν της αγάπης,
ο τοίχος που μας κρέμασαν,
το σκληρότερο καθώς κρατούσε χρώμα…
Τ’ ασβέστη το λευκό και το λευκό σαν αίμα,
της τρέλας το καρφί, μονό…
Κι εσύ μου λες για παραμύθια να σου πω
της πέρδικας και του λαγού,
στα πέρα μαγεμένα δάση…




07/05/07

Μη σε νοιάζει ομορφιά μου…

Ένα μήλο golden, θα σου φτιάξω να ‘χεις σπίτι
όταν λέω open, το πορτάκι του θ’ ανοίγεις
θα με βάζεις μέσα, και θα λες πως είναι pity
χαλασμένη τρέσα, να βαστώ και πώς εθίγεις!


Μη σε νοιάζει ομορφιά μου
σουρουπώνει η ματιά μου
και χωρίς κουρτίνες είν’ ωραία
μέσα μπες στην αγκαλιά μου...
............................Από βλέμματα στυγνά-λαθραία
............................-μη σε νοιάζει ομορφιά μου-
............................θα σε κρύψει η ματιά μου...
Σαν μια άχλη με σκοτάδι
στο κορμί σου, η ψυχή μου ρίχνει
σαν γεμίσει απ’ το λάδι
η φωτιά μας, δεν θα μείνουν ίχνη...
.............................Μη σε νοιάζει ομορφιά μου
.............................θα σε κρύψει η ματιά μου


Ένα μήλο golden, θα σου φτιάξω να ‘χεις σπίτι
όλο και πιο often, να μου φτιάχνεις χίλιες στίξεις
με τα μάτια μόνο, να βαρά το καρδιοχτύπι
και να λέω «λιώνω, βάλε μου μωρό μου stitches!»


16/10/2008