Το παραμύθι τούτο αρχινά
με σκαλιστή κουβέρτα
που ‘χε στην πλώρη τη χαρά
τη θλίψη είχε για δέστρα.
Είχε μια θάλασσα φωτιά
και κύματα από λήθη
κι όπως φυσούσε ο βοριάς
κι όπως φυσούσε ο χρόνος,
οι φλόγες ‘πεφταν στο σκαρί
και το βρέχε ο πόνος
Κόκκινη βάφτηκ’ η χαρά
στεγνή η θλίψη μένει
κι η άγια τούτη πυρκαγιά
το ά-μοιρο παιδεύει.
Μ’ ένα κύμα νεκρικό
εις τα ψηλά ανεβαίνει
κι ύστερα πάλι στο υγρό
πέφτει, θαλασσοδέρνει
Σκαμπανεβάσματα πολλά
έχει τούτη η ιστορία
κι ας λείπουνε απ’ τα στοιχεία
όλα τους τα στοιχεία.
Ζωή δεν είχε ο θολερός
ετούτος ο αγώνας,
ούτε ‘νας ήρωας θνητός
δεν βρέθηκ’ ελαιώνας.
Μόνο βρεθήκαν πυρκαγιές
σανίδια, φλόγες, στάχτες
δυο-τρεις σταγόνες, αιχμηρές
και άλλες, "αυταπάτες"...
08/12/2006
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου