Δευτέρα 4 Απριλίου 2011

Ο Δράκος ο γαλάζιος

Της Ανατολίας ήρθανε οι μάγοι
επιστήμονες τρανοί και σεβαστοί
Μας είδανε ντυμένους με δέρματα σταχτί
και είπανε πως πορφυρούς φορούμε
βελούδινους μανδύες, ό,τι ακριβό στη Γη

Κι εμείς τη Γη ολάκερη που δεν γνωρίσαμε
πιστέψαμε τη γνώμη τους αυτή

Της Δύσης ήρθανε οι Βάρβαροι
αυτοί π’ αντέξανε την διαδρομή
Μας είδανε τα άστρα που κοιτάζαμε
και είπανε πως λάθος είναι ‘τούτη
η πυξίδα για τη Γη, χαμένη η διαδρομή

Κι εμείς που πέρα από το εδώ, δεν πήγαμε
πιστέψαμε τη γνώμη τους αυτή

Το πορφυρό το κρύσταλλο που έπεσε
από τα ουράνια στον κάτω κόσμο,
Στο δρόμο έσταξε και έσπασε
διαπράττοντας τον μέγιστο το φόνο:
Κόκκινο ποτάμι, λένε, έγινε βαθύ
που κύλησε και πότισε, την ξεραμένη γη


Του Νότου ήρθανε μύριοι πιστοί
με γύμνια, μυρωδιές και χρώματα
Μας είδανε να ρίχνουμε αλάτι στο ψωμί
«Σπατάλη» βροντόφωνα μας φώναξαν
πως ήταν ύψιστη ετούτη η ντροπή

Κι εμείς που τι είναι σύνεση, δεν ξέραμε
πιστέψαμε τη γνώμη τους κι αυτή

Του Βορά ήρθανε μετά, οι ναυτικοί
που θάλασσες οργώνανε και ‘παιρναν τιμαλφή
Μας είδανε που είχαμε μίαν αλλιώτικη ζωή
και είπανε πως τίποτα δεν ξέρουμε
πως ράτσα είμαστε που θα εξαφανιστεί

Κι εμείς που μόνο δέος για τα ξένα ξέραμε
πιστέψαμε τη γνώμη τους αυτή

Θαλασσινό αλάτι βρήκε, μάζεψε
ανάλγητη πίστη σ' αδειανή αλυκή
Ο Δράκος που τα λέπια του έσπασε
γαλάζιο κι άσπρο έριξε στη γη
Ήτανε ακόμη, η πλάση αδειανή
και πάλι είπανε, πως χώρο έπιανε πολύ...




29/01/2007

Γαλάζια θρύψαλα…

Γρηγοριανοί οι ύμνοι που στο δωμάτιο ζέσταναν
-το μαύρο ράσο τους, το καίνε…-
Κατάδυση ζητά μία ανύψωση, τα σήμαντρα και πάλι κλαίνε…

Ριγούνε τα βιτρό, μπορντό φοράνε χρώμα
Kαι τα γαλάζια τμήματα,
κομμάτια-θρύψαλα, στη Μοίρα παραμύθια λένε.

Για τις ψηφίδες ιστορούν όπου το δάπεδο στολίζουν
Πόσα παπούτσια το πατούν, πόσα τα χέρια που τ’ αγγίζουν…
Πόσα τα σχήματα, τα χρώματα και πόσοι ψηλαφίζουν
ψηφίδες μα και διάκενα, τη γη, ποια δάκρυα ποτίζουν…

Οι ύμνοι ψέλνουν κι ας εσίγησαν και το δωμάτιο ζεσταίνουν...
Το γέμισαν γλυκά με ένταση
το έβαψαν ως τις γωνίες των χορωδών οι θείες ψαλμωδίες...



03/02/2007

Φλοκάτες ρόδινες

Φλοκάτες ρόδινες, πέταλα λευκά,
διάφανα τα πέλματα, ζυγός ο αριθμός...
Η κατεύθυνση αόριστη, η ανάσα παγωμένη,
τα άστρα στη θέση τους: «καρφιά...»
Χμ... από μια φλόγα ξεκίνησε το σύμπαν;;;
Θα μπορούσα να το πιστέψω...

Κορμί γυμνό, διάφανο στου ήλιου το φως…
το σχήμα του να δείξει στο κόκκινο τυλίγεται
εκείνο της φλοκάτης… Σκιές υπέροχες,
πανέμορφες γραμμώσεις… το ατελές σε πλήρη
ανάδειξη της αμορφίας του, η ομορφιά…
Η ομορφιά σε έκσταση, η ανίχνευση σε ένταση,
η φύση πρωτόγονη…. Δέκα βιολιά μαζί, φτιάχνουν
θόρυβο ή μουσική… το ένα κλαίει… ή υμνεί.

Φλοκάτες ρόδινες, πέταλα λευκά,
διάφανα τα πέλματα, αμυδρός παλμός…
Η κατεύθυνση συνεπής, η φλόγα φλέγεται,
τα άστρα στη θέση τους: «καρφιά…»
Χμ…. σε μια εντροπία τείνει το σύμπαν;;;
Θα μπορούσα να το πιστέψω…




15/02/2007

Δεν είναι

Δεν είναι που πονάει η μοναξιά
τι κι αν πληγώνουν οι ανθρώποι
μες το σάπιο μας, εκείνο, τελικά
βρήκα ποιός αγάπη, δίνει, νιώθει

Δεν είναι που ματώνει η ξεγνοιασιά
ούτε που φορές δεν ξημερώνει
στη χαρά σου που γρυλίζουν τα σκυλιά
και πετάνε πάνω σου τη σκόνη

Δεν είναι που δε βρίσκεις τη γιατρειά
σ’ όσα όμορφα σου ‘χουν στολίσει
ούτε που ο θάνατος σε μια σταλιά
ζωή, απειλεί να σ’ αφανίσει


Είναι που όπου και να σεργιανάς
την καρδιά σου δεν θα ‘βρεις ν’ αφήσεις
το μαχαίρι, θες δεν θες, θε να κρατάς
και στη σάρκα μέσα θα το μπήξεις…
Για να βρεις μια ανάσα λευτεριάς,
τη δική σου ή του άλλου την ψυχή,
θα σβήσεις…


04/03/2008

Παρασκευή 1 Απριλίου 2011

Soul

Ταξίδι στους ρυθμούς της soul
Σε έναν παράπονο σκοπό
Mama I feel nothing but whole
Και γέρνω στης μέρας το ζυγό

Μαύροι ήχοι με γυρίζουν
Χρυσαφιά σαξόφωνα
Φυσαρμόνικες σφυρίζουν
Σε παλιά μικρόφωνα
Θόλο φτιάχνουν και με κλείνουν
Αφρικής δυο κρόταλα
Μουσικές πονούν και πίνουν
Απ' τη μνήμη βότσαλα

Ρυθμοί κάποιου της jazz εργάτη
Το πόδι χτυπάς ενστικτωδώς
Λευκό μοιάζει του Taj παλάτι
Όνειρο, αυλαία, επωδός.


18/11/2005

Πετρωμένο

"Στις δώδεκα να έρθεις να με βρεις
Και να μην είναι μέρα..."
Κόκκινο στεφάνι
Μαύρη βέρα
Χίλιες οργιές κι εμείς στο παραπέρα

Χθες είδα την ψυχή μου να περνά
Το δρόμο φοβισμένα
Κοίταξε εμένα
Είδε σένα
Κι έτρεξε νάβρει απέναντι κανένα

Αυτό που λέμε πεπρωμένο
Για κάποιους είναι πετρωμένο
Που σαν γυαλίζει, μυρίζει
Όπως το χώμα μετά τη βροχή...


29/09/2005

Σκήπτρο χρυσό

Σήμερα, χθες, μήνες και χρόνια
Έρημο τώρα, Όστρια φυσά
Έλιωσαν ή όχι τα χιόνια
Έρημο τώρα, Όστρια φυσά

Φίδια φοράς, άσπρους ουραίους
Κοίτα κρατάς στα χέρια σκορπιούς
Σ' έλουσαν δες άμμο του κλέους
Κοίτα κρατάς στα χέρια σκορπιούς

Πέρα κοιτάς, πέρα αιώνες
"Έρημος άδεια, γης μου ξερή"
Χρύσωσες δες πέτρας πυλώνες
"Έρημος άδεια, γης μου ξερή"

"Στάσου" μου λες, "άρχοντας είμαι"
Κοίτα κρατάει σκήπτρο χρυσό
" Λίγο νερό, κάπου να κείμαι "
Θέ μου κρατάει σκήπτρο χρυσό...


10/09/05

Τ' όνειρο

Ροδόσταμο, γλυκόξινο
Στη σκέψη, η ματιά σου
Απόκαμα με τ' όνειρο,
Και βρέθηκα μακριά σου

Φωτιές φασμάτων,
Φανερώνουν
Φτερά τις φλέβες,
Φαρμακώνουν

Αφέντης, νοικοκύρης μου
Ο νους, που με κοιμίζει
Πλανεύτρα κι αγιαστήρι μου,
Ψυχή στο μετερίζι

Τελώ ταράσσει,
Τετμημένες
Τεπές τρενάρει,
Τεταγμένες

Ζαφείρι, κυανοπόρφυρο
Οικόσημο, κρυμμένο
Διαμάντι κόβει τ' όνειρο,
Ψηλά σ' εχώ βαλμένο

Τελώ φασμάτων,
Τεταγμένες
Φτερά ταράσσουν,
Φλέβες

Ροδόσταμο, γλυκόξινο
Στη σκέψη, η ματιά σου
Απόκαμα με τ' όνειρο,
Και βρέθηκα μακριά σου…

Βότσαλα

Δυο βότσαλα ζωής μη ούσης
Μου ψιθύρισαν το όνομά σου
Λόγια θύμισαν χλωμά σου
Αστραπές λευκές της κρούσης
Κρούσης...

Μισάνοιχτο θαρρείς κοχύλι
Το φεγγάρι μου βαμμένο ήσουν
Πόσα ήσουν που δεν ήσουν
Χρυσαφί, μαβί μου δείλι
Δείλι...

Γαλάζιο ολοσκότεινό μου
Το αφρόκυμα γυαλίζει νύχτα
Λάθη δίχτυα πάλι ρίχτα
Πετραδάκια βγαίνουν τρόμου
Τρόμου...

Δυο άστρα πορφυρά θαλάσσης
Την αρμύρα ανασαίνουν τήρα
Το λευκό μονάχα πήρα
Ν' αγναντεύω μαύρο σχάσης
Πάσης...


17/01/2006

Το παλάτι

Σ' ενός πελάγου, τα πολύχρωμα νερά,
κάπου στα βαθιά,
κάπου σκοτεινά.
Παλάτι φύκινο, υψώνεται ψηλό,
κάπου στο βυθό,
σ' όνειρο θολό.

Χαγιάτι όμορφο, αφρού και μαγικό,
μπόλικα σκαλιά,
μία κλειδωνιά.
Σαράντα αίθουσες, χρυσάφινες ψευτιές,
μέσα σε αυτές,
είκοσι πληγές.

Υπάρχει κι ένα σφραγισμένο μυστικό,
βρώμικο πικρό,
είν' αληθινό.
Πως έχει πήλινο, δωμάτιο κρυφό,
μέσα η ψυχή,
τ' όνειρου πηγή.

Μια νύχτα μ' έφερες, σ' αυτήν τη φυλακή,
μ' έκλεισες εκεί,
μ' άφησες εκεί.
Αφού με έντυσες, με πέπλα νοερά,
λόγια τρυφερά,
χάδια και φιλιά.

Σου είχα πει ψιθυριστά ερωτικά,
κάποτε παλιά,
μες απ' την καρδιά.
Πως δε μ' αρέσουν τα χρυσά, είναι φτηνά,
θέλω τον πηλό,
ό,τι ακριβό.

Δεν ήταν δύσκολο λοιπόν, το μυστικό,
βρέθηκε του νου,
και του παλατιού.
Κι ήπια νάμα, της πηγής, της καθαρής,
πίκρα της ψυχής,
όνειρου πληγής.

Διαλύω εύκολα, με μιας, θαλασσινά,
τέρατα φυγής,
πλάνες της ζωής.
Διαλέγω φως αληθινό, να σε κοιτώ,
φως από πηλό,
φως λυτρωτικό.

Ό,τι ακριβό,
φως να σ' αγαπώ!


19/12/2004

Ο ρόλος

Στις σκέψεις στο μυαλό μου
Στου λύχνου των ματιών μου
Ο ρόλος δεν μου ταίριαζε αυτός
Υφάντρας του ονείρου
Χαμένου της συζύγου
Ο ρόλος δεν μου ταίριαζε αυτός

Στημόνι δεν κρατούσα
Σαΐτα δεν πετούσα
Ο ρόλος δεν μου ταίριαζε αυτός
Γυναίκα αφημένη
Στην μοίρα της δεμένη
Ο ρόλος δεν μου ταίριαζε αυτός

Μα δες που είμαι τώρα
Να μην περνά η ώρα
Δικός μου ρόλος έγινε αυτός
Αγκίστρια να υφαίνω
Χωρίς να ξαποσταίνω
Δικός μου ρόλος έγινε αυτός

Και τώρα πλέκω μέρα
Φονιάδες με φλογέρα
Δικός μου ρόλος έγινε αυτός
Ν' αντέχω ως το βράδυ
Ξυπνάς μες στο σκοτάδι
Δικός μου ρόλος έγινε αυτός

Ελένη, Πηνελόπη
Με σκίζουνε με πόρπη
Ο ρόλος ποιος να μου ταιριάζει ποιος
Που φεύγω μα και μένω
Καρδιά τρελή πεθαίνω
Ο ρόλος ποιος να μου ταιριάζει ποιός...


24/11/2005

Το φυλαχτό

Στους αγαπημένους μου που έχω πληγώσει...

Το φυλαχτό που σου 'δωσα
Το χρυσοσμιλευμένο
Και με τ' άρωμά μου πότισα
Της έννοιας-αποσταγμένο
Δεν ήτανε για να κρατά
Τρεις σφαίρες ασημένιες
Απ' του ξορκισμού μου τα πυρά
Σ' εσένα απεσταλμένες

Το φυλαχτό που σου 'δωσα
Το χρυσοσμιλευμένο
Που με γαρδένιες νότισα
Κοντά μου να σε φέρνω
Ήταν για των ανθρώπων τη ματιά
Που δένει μαγικές καδένες
Και σου τραβούν τα λογικά
Χιλιάδες αλυσίδες μολυβένιες

Ιριδοστολισμένη

Ήτανε λέει μια φορά,
στα χρόνια τα παλιά,
μια μαγεμένη
Ιριδοστολισμένη.
Πάντα φορούσε γιορτινά
δυο μάτια φωτεινά,
να ομορφαίνει
και μ' όλα να πηγαίνει...

Είχε μου είπανε καλό
λευκό ανθεκτικό
σαν κορδελένια,
στο νήμα μεταξένια.
Έδιναν χρήματα πολλοί
ζητούσαν το πολύ,
καμία έγνοια:
Αρκούν τα «χρυσαφένια»!

Κάθε που φόραγαν στολή
την βρίζαν οι πολλοί
γιατί ξεφτούσε,
τα χρώματα χαλνούσε.
Έλεγαν «άχρηστα λεφτά»
πως θέλαν πιο πολλά...
Κι αυτή γελούσε,
τα ξέφτια της ανθούσε.

Μέχρι που βρέθηκε παιδί
μ' αγνή-λευκή ψυχή.
Κορδέλα παίρνει,
Ιριδοστολισμένη.
«Μάνα μου κράτησε κλειστές
στα χέρια τις κλωστές»
αμέσως ψέλνει
«μετάξι μου...», τη δένει...

Λύθηκαν μάγια και μαγιά
φουσκώνει την καρδιά,
ματιά καδένα
ψυχή μαλαματένια...
Κέρδισε ύλη φωτεινή
κοιτώντας την ψυχή
με μία έγνοια:
Κρατά τη Μεταξένια..


23/01/2006

Πέμπτη 31 Μαρτίου 2011

Στο μπουκάλι

Μια θάλασσα κλεισμένη σε μπουκάλι
Κι ο ριγμένος μέσα της φελλός, καράβι
Στο γυαλί απάνω στέκουν οι σταγόνες
Όσες κι οι βροχές μέσα στους αιώνες

Και φυσά απ' έξω το αγέρι
Δυνατά, δυνατά, για να φέρει
Κίνηση, ήλιο ή ένα χέρι
Στο μπουκάλι, μέσα δεν χωρά
Η λευτεριά απ' έξω τριγυρνά
Και φυσά, φυσά θαρρείς, αγέρι

Μια θάλασσα γεμίζει το μπουκάλι
Δίχως βότσαλα, κοχύλια, δίχως ψάρι
Στρογγυλό γυαλί, φελλός κι ισορροπία
Πόσες σταγόνες φέρνουν υγρασία

Και φυσά απ' έξω το αγέρι
Δυνατά, δυνατά, μήπως φέρει
Κίνηση, ήλιο ή ένα χέρι
Στο μπουκάλι μέσα δεν χωρά
Η λευτεριά απ' έξω τριγυρνά
Και φυσά, φυσά θαρρείς, αγέρι


06/07/2006

Βρώμικος Αύγουστος…

Στο ιλαρό πρόσωπο
ενός βρώμικου Αυγούστου,
ήρθε αυτή…

Λες και ταίριαζε μαζί του,
στην απόχρωση, στην θέρμη…
Έπειτα, γέννησε.

Κι έκανε πολλά
παιδιά με μία γέννα,
που τους έμοιαζαν
όλα…

Όλα είχαν
κάτι από Αύγουστο,
κάτι από εκείνην
κάτι από το βρώμικο,
κάτι από το άδειο,
μα επικρατούσα είχαν
την έκφραση, του ιλαρού…


01/10/2006

Στις ονειρεμένες αστρικές δημιουργίες

Στις ονειρεμένες αστρικές δημιουργίες
στου ασυνείδητου ενστίκτου τη μνήμη
γράμματα θαρρείς πως σέρνονται,
πίσω από τις λέξεις…
τα νοήματα, υπερκορεσμός του μέλλοντος.
Μ’ ένα μολύβι μαύρο χαράζεις σπείρες
σπείρες άρρυθμες, άτακτες, απειλητικές…
συρματοπλέγματα θαρρείς ηλεκτροφόρα
το στρατόπεδο φυλούν της θάλασσας…
κι εσύ; τί κάνεις εσύ;
Χέρια που άγνωστες φορούν εκφράσεις
τάχα ν’ απλώνονται, να πέφτουν, να γελούν
ή μήπως σφίγγουν τα μάτια στις παλάμες…
κάπως, να πάψουν να βλέπουν τις υφές,
τα νήματα, που τόσο άκομψα, δημόσια
αφένονται και ερωτοτροπούν…
Ω, άγιο χέρι ξένο, που δεσμούς επιβάλλεις
κι ω, άγια επιλογής απόγνωση,
στη θάλασσα μόνιμα ή στην ξηρά για πάντα,
τον σαρκασμό, ακόμη δεν τον έμαθες,
πως οι σπείρες ορισμένος είναι τόπος σου
‘κει μέσα ζεις και ανασαίνεις ξηρά κι αφρό•
στις ονειρεμένες αστρικές δημιουργίες
στου ασυνείδητου ενστίκτου τη μνήμη
γράμματα καθώς θωρείς να σέρνονται,
πίσω από τις λέξεις…
…τα νοήματα, σ’ ένα του μέλλοντος, ίζημα.


03/10/2006

Απεκδύσεις

Άρχισαν οι πόλεις ν’ απεκδύονται τα τείχη τους
κι έκθετοι οι θρύλοι πια, θρύλοι έπαψαν να είναι.
Φαντάσματα γενήκανε οπού στοιχειώνουν τις σκιές
στις ακατοίκητες γωνίες, των άωρων ωρών και των
ψιθύρων των σιωπών. Οι πόλεις απεκδύθηκαν…

Άρχισαν κι οι οίκοι ν’ απεκδύονται...
Άλλοι τους φρεσκοβαμμένους
με περισσή φροντίδα, τοίχους τους
κι άλλοι τις καγκελόπορτες
τις φωτισμένες με γλόμπους
ολόγυμνα έκθετους…

και ω! τί θαύμα!

…σε οίκους και «Οίκους» πόσο ίδιο μοιάζει
το από μέσα τους νοικοκυριό,
με δίχως χρώματα όταν κοιτάς τις βαριές κουρτίνες,
τους μαρμάρινους νεροχύτες
και τους καναπέδες από παχύ βελούδο....
«Οίκοι» και οίκοι απεκδύθηκαν…

Άρχισαν και οι άνθρωποι να απεκδύονται… τα ρούχα,
τα φκιασίδια, τις ρυτίδες και τα κάλλη τους. Κι αναδύθηκε
ξανά ο θρύλος και το θαύμα, καθώς το θέαμα δεν είχε
έκθετα κορμιά, κόκαλα ή σάρκα… μόνο το φώς,
θανόντων θρύλων. Κι αλλού, το σκότος… οίκων δίχως ασβέστη
ή –πρόστυχου- φανού υποσχέσεις.
Σαν οι άνθρωποι απεκδύθηκαν…


02-09-2007

Τετάρτη 30 Μαρτίου 2011

Ένας Χιώτης στην Πόλη

αφιερωμένο σε μια αγαπημένη, "καφέ αρκούδα"...

Μες της Πόλης τα στενά
θα ‘ρθω και θα κάνω σαματά
ομορφιά μελαχρινή μου
Με λαγούτο και τουμπί
στου σπιτιού σου τη μικρή αυλή
θα ‘ρθω να σε δω χρυσή μου

Άσπρη βράκα θα φορώ
κόκκινο σκουφί για να σταθώ
στο μικρό σου παραθύρι
Και τραγούδι θα σου πω
σούμα μία σίκλα σαν θα πιω
στης καρδιάς μου το ποτήρι


Του έρωτα τον αμανέ
στο ναργιλέ θα μαρτυρήσω
Και αν μου αρνηθείς το ναι
θα πιω καφέ και θα δακρύσω
Το ένα δάκρυ μου για ‘σε
το άλλο π’ άλλο δεν θα ζήσω
Μαστίχες δύο με ευχές
μπεγλέρι θα σου τις δωρίσω


Μια Πολίτισσα κυρά
φθάνει να γυρνάω στα στενά
με τη γεύση της μαστίχας
Η τσαμπούνα μου γλυκά
κλαίει στου Βοσπόρου τα νερά
με την αίσθηση της ψύχρας

Της καρδιάς μου ο ντρουβάς
τρύπησε αρχοντικός οντάς
κ’ έχει πλέον κατσιρδίσει
Έλα σώσε με κυρά
που ‘χεις μάτια αμυγδαλωτά
όλ’ η Πόλη πριν ξυπνήσει




26/06/2007

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
Στη Χίο:

Άσπρη βράκα, κόκκινο σκουφί και ζωνάρι είναι η παραδοσιακή (η καλή) φορεσιά του άντρα Χιώτη...
  • τουμπί=νταούλι
  • σούμα=παραδοσιακό ποτό που φτιάχνεται από απόσταγμα σταφυλιού ή σύκων
  • σίκλα= σιγκλί= γουβάς= δοχείο που μεταφέρεις το νερό
  • τσαμπούνα= αντίστοιχο με τη γκάιντα
  • ντρουβάς= βαθύ σακί, συνήθως χρησιμεύει ως ταΐστρα (ή και γυλιός)
  • έχω κατσιρδίσει= έχω σαλέψει/τρελαθεί/παραληρώ και δεν ξέρω πως γελοιοποιούμαι

Άτιτλο

Κλείσανε οι ώρες με φωτιές,
σκιές που ‘πεσαν στο γκρεμό.
Οι νύχτες, έλαμψαν σα μέρες
και ζήσανε καλά, ασκώντας φονικό.

Έπειτα, γυαλίσαν αστραπές
στην άκρη ενός νου, χωρίς φωνή.
Σκίστηκε ο ουρανός απ’ άκρη σ’ άκρη,
με μια σιωπή σπαρακτική.


Κάτω απ’ το σκισμένο ρούχο,
ένα στέρνο από πυλό.
Ο άνθρωπος θρηνεί το δούλο
κι εγώ αρχίζω όσα δεν μπορώ.


Στείρωσαν τον ήχο χρόνια,
θρόνοι βιαστικοί, περαστικοί.
Κάποτε ξυπνήσαν τ’ αντιγόνα,
κατέδωσαν μία ντροπή εκφραστική.

Κλείσανε οι μέρες με σιωπές
ανέκφραστες, πολύ δαπανηρές.
Γέλασαν τα χνώτα στις φυγές,
και ζήσανε καλά, μαζί με τις ριπές.



23/08/2007

Λένε...

Λένε, πως δεν έχω αίμα
Κι από κόλασης, σπίθα μα και ψέμα
Ότι έχω γεννηθεί
Λένε, πως δεν έχω οίκτο
Κι απ' τα όνειρα, πως κλέβω ξύπνιο
Όπου ζώσα, θωρώ ψυχή

Στις φλέβες μου, φαρμάκι
Δηλητήριο, στα εντόσθιά μου, τριγυρνά
Τα χέρια μου, δαγκάνες
Το θύμα μου, με φόβο να κοιτά
Το διάφανο κορμί μου
Η φύση, το αφομοιώνει, ξεγελά
Και από την ουρά μου
Ο θάνατος, απλόχερα κυλά

Λένε, πως δεν έχω θάρρος
Από συναίσθημα, πως είμαι άδειος
Πληγώνω, πριν να πληγωθώ
Λένε, πως δεν έχω σέβας
Κι από καρδιά, κενό 'μαι, τέρας
Μ' εκδίκηση, πως λειτουργώ

Στις φλέβες μου, φαρμάκι
Μοναξιά, ό,τι τη ζωή μου, ακουμπά
Τα χέρια μου, δαγκάνες
Αγάπησα και πώς θα δώσω χάδια, τρυφερά
Το διάφανο κορμί μου
Στο βάρος μίας σόλας, εύκολα, πώς σπαρταρά
Και από την ουρά μου
Γεννιέται ο πόνος, που με τυραγνά

Σκορπιό, με τρόμο, με φωνάζουν
Μα ο τρόμος, πιότερο, δικός μου
Όπου κοιτάζω, με λαχτάρα
Βλέπω αντίκρυ μου, μονάχα,
Ερημιά...

18/12/2004

Δευτέρα 28 Μαρτίου 2011

~~~~~~~~~~

Χρυσά τα κύματα
στα ρόδινα νερά
καΐκι ψάθινο
κι η τέντα γαλανή του
Λευκά τα σύννεφα
τριγύρω ξαστεριά
στερέωμα αδιάφορο
η θάλασσα δική του

Ύλη ανθρώπινη
ψυχή, κορμί, καρδιά
μικρό παιδί γερό
γυρεύει σύμμαχό του
Φύση επώδυνη
που ψάχνει γιατρειά
στ' απόλυτα μικρό
θα βρει το φάρμακό του

Εικόνα γυάλινη
με χρώματα ζεστά
χαμένη άγνωστη
ψυχρή 'ναι η αφή της
Ηχώ καλάθινη
τα άλμπατρος λυτά
πατρίδα άνομη
ψυχρή και η σιωπή της


10/11/05

Κυριακή 27 Μαρτίου 2011

ο Γρέγος

ο Γρέγος ξέπλεκα, δεν μπέρδεψε μαλλιά
και μήδε γύρεψε την γιατρειά
σε μισεμένο τόπο
Ποτέ στα κύματα ή στα ψηλά βουνά
δε μίλησε για μιαν αγκαλιά
μα να βουρλίσει μόνο

Σ’ ένα χαράκι στάθηκε ο λυτρωμός
ίσα για ν’ αντηχήσει ο αχός
κι έτσι απλά να σβήσει
Στου βράχου όταν πέφτει πάνω, το αδρό
ψυχή, πληγή κι αρχαίο ριζικό,
κανείς δεν θα μιλήσει

ο Γρέγος, ξέπλεκα δεν έμπλεξε μαλλιά
και μήδε γύρεψε και τα πολλά
μονάχα να καθίσει
Και του δοθήκαν μύρια τόσα στατικά
τ’ απόκρημνα του κόσμου τα γκρεμνά
και ψύχος να φυσήξει

σιγά σαν τραγουδήσει…


16/11/2006

Το παραμύθι τούτο


Το παραμύθι τούτο αρχινά
με σκαλιστή κουβέρτα
που ‘χε στην πλώρη τη χαρά
τη θλίψη είχε για δέστρα.
Είχε μια θάλασσα φωτιά
και κύματα από λήθη
κι όπως φυσούσε ο βοριάς
κι όπως φυσούσε ο χρόνος,
οι φλόγες ‘πεφταν στο σκαρί
και το βρέχε ο πόνος

Κόκκινη βάφτηκ’ η χαρά
στεγνή η θλίψη μένει
κι η άγια τούτη πυρκαγιά
το ά-μοιρο παιδεύει.
Μ’ ένα κύμα νεκρικό
εις τα ψηλά ανεβαίνει
κι ύστερα πάλι στο υγρό
πέφτει, θαλασσοδέρνει

Σκαμπανεβάσματα πολλά
έχει τούτη η ιστορία
κι ας λείπουνε απ’ τα στοιχεία
όλα τους τα στοιχεία.
Ζωή δεν είχε ο θολερός
ετούτος ο αγώνας,
ούτε ‘νας ήρωας θνητός
δεν βρέθηκ’ ελαιώνας.
Μόνο βρεθήκαν πυρκαγιές
σανίδια, φλόγες, στάχτες
δυο-τρεις σταγόνες, αιχμηρές
και άλλες, "αυταπάτες"...




08/12/2006

...δες το άτι του βυθού


Μόνο για τα κύματα μπορώ να πω
για το μπλε εκείνο, της θαλάσσης,
για την αυγινή δροσιά του πρωινού
μες το χάραμα της πλάσης…

…δες το άτι του αφρού
τα ηνία είν’ η καρδιά του
υδατογραφία η ματιά του
μια ακουαρέλα πρωινού
είναι η ανασαιμιά του…

Μόνο για τα κύματα μπορώ να πω
για το σκούρο χρώμα τ’ ουρανού τους
για την άσπρη άμμο πάνω που πατούν
και το θόλωμα του νου τους…

…δες το άτι του βυθού
άρμα σέρνει απ’ τα μαλλιά του
άσπρο έχει για κληρονομιά του
κάτω απ’ του διάφανου νερού
τα σκοτάδια, η χαρά του…

Μόνο για τα κύματα μπορώ να πω…




28/01/2007

Άνω Πατήσια

Άνω Πατήσια κι Αγιά Βαρβάρα
Καρέλια μπλε και ντουμάνι το δυάρι
Ο παπαγάλος μέσα στο κλουβί
Και η Μοναξιά με την Τι-Βι μιλάει

Βρώμικα τζάμια
Μικρή κουζίνα
Γκρι κι η Αθήνα
Σαν τα ντουλάπια
Σαν το μπαλκόνι
Γεμάτοι δρόμοι
Μα λείπεις, εσύ...

Πόσο αδιάφορα που είναι τα γιατί
Μόνος σου όταν μένεις, σ’ ένα σπίτι, γκρι

Άνω Πατήσια, ρολά πατζούρια
Το παραμύθι από τις γρίλιες μπαίνει
Θυμάμαι τη σφιχτή σου αγκαλιά
Τον Ψαρούλη, που με θάλασσες παλεύει

Γκρι μεσημέρια
Μικρό ντιβάνι
Μα το ταβάνι
Θάλασσα πλέρια
Στο παραμύθι
Ψαράς και δίχτυ
Δεν ήσουν, εσύ…

Πόσο αδιάφορα που είναι τα γιατί
Μόνος σου όταν μένεις, σ’ ένα σπίτι, γκρι



29-08-06

Μου είπε πάλι η καφετζού

Μου ‘πε πάλι η καφετζού
κι απόψε το λευκό φλιτζάνι
στο χείλος είδε το φουστάνι
που μου ‘χες δώσει το ακαζού
και στον πυθμένα του, λιμάνι…

Το είδε λέει να γυρνάει,
το φόρεμά μου το ακαζού,
στους δρόμους κάποιου λιμανιού
για την Αγάπη να ρωτάει
που 'χε τα μάτια του αετού
τα μπράτσα, μου είπε, στεριανού
που θάλασσα δεν τον σχολνάει
δεν είδε λέει να γυρνάει…

Μου είπε πάλι η καφετζού
πως στα τοιχώματα ξεβάφει
το αρχικό μου και εχάθη
απ’ την καρίνα καραβιού
με καπετάνιο που δεν θα ‘ρθει…

Μου είπε, είδε η καφετζού
το αρχικό μου να ξεβάφει…



17/04/07

Θες για παραμύθια να σου πω


Τι να σου πω και τι να σου ιστορήσω
που μας πήρε η λύπη απ’ το χέρι
χαράματα, για το ετήσιο κυνήγι
της πέρδικας και του λαγού,
στα δάση... εκείνου του παραμυθιού
οπού απόφαση δεν το ‘παιρνε
μια νύχτα όμορφη να ‘ρθει,
να μας ξυπνήσει…

Ήταν θυμάμαι η χαρά,
κατόπι μας σε άσπρο επάνω άτι…
και τ’ αλυχτίσματα αφουγκραζόταν
από τσούρμο καλλίσωμων σκυλιών…
Δίχως χάρτη, απλά ποθούσε
στο κυνήγι να μας έβρει…
από τα βόλια χτυπημένους,
ή των σκυλιών τα δόντια μαγκωμένους
Τρόπαιο της νίκης να μας φέρει
στης ουτοπίας πίσω, το υποστατικό…

Βαλσαμωμένοι κι άσωμοι, σε άσπρο φόντο…
Το τίμημα θαρρείς πως ήταν της αγάπης,
ο τοίχος που μας κρέμασαν,
το σκληρότερο καθώς κρατούσε χρώμα…
Τ’ ασβέστη το λευκό και το λευκό σαν αίμα,
της τρέλας το καρφί, μονό…
Κι εσύ μου λες για παραμύθια να σου πω
της πέρδικας και του λαγού,
στα πέρα μαγεμένα δάση…




07/05/07

Μη σε νοιάζει ομορφιά μου…

Ένα μήλο golden, θα σου φτιάξω να ‘χεις σπίτι
όταν λέω open, το πορτάκι του θ’ ανοίγεις
θα με βάζεις μέσα, και θα λες πως είναι pity
χαλασμένη τρέσα, να βαστώ και πώς εθίγεις!


Μη σε νοιάζει ομορφιά μου
σουρουπώνει η ματιά μου
και χωρίς κουρτίνες είν’ ωραία
μέσα μπες στην αγκαλιά μου...
............................Από βλέμματα στυγνά-λαθραία
............................-μη σε νοιάζει ομορφιά μου-
............................θα σε κρύψει η ματιά μου...
Σαν μια άχλη με σκοτάδι
στο κορμί σου, η ψυχή μου ρίχνει
σαν γεμίσει απ’ το λάδι
η φωτιά μας, δεν θα μείνουν ίχνη...
.............................Μη σε νοιάζει ομορφιά μου
.............................θα σε κρύψει η ματιά μου


Ένα μήλο golden, θα σου φτιάξω να ‘χεις σπίτι
όλο και πιο often, να μου φτιάχνεις χίλιες στίξεις
με τα μάτια μόνο, να βαρά το καρδιοχτύπι
και να λέω «λιώνω, βάλε μου μωρό μου stitches!»


16/10/2008